-
1 незамужний
-яя, -ееεπ.1. -яя ανύπαντρη•-яя женщина ανύπαντρη γυναίκα.
2. ανύπαντρος•-яя жизнь ανύπαντρη (εργένικη) ζωή.
-
2 незамужняя
-
3 незамужняя
[νιζαμούζνιγια] εκ. ανύπαντρη, άγαμη -
4 незамужняя
[νιζαμούζνιγια] επ ανύπαντρη, άγαμη -
5 девица
-ы θ.κορίτσι, κόρη, κοπέλλα• δεσποινίδα, κορασίδα.εκφρ.в -ах – όταν ήμουν κορίτσι (ανύπαντρη)•красная девица – ντροπαλή κοπέλλα, κορίτσι παρθενικού ήθους. -
6 девка
-и θ. (απλ. κ. διαλκ.)1. βλ. девушка.2. χωριατοκόριτσο.εκφρ.уличная – κορίτσι του δρόμου (πόρνη)•остаться в -ах – μένω γεροντοκόρη•засидеться ή сидеть в -ах – παρακάθομαι ανύπαντρη. -
7 засидеться
-сижусь, -сидишьсяρ.σ.παραρακάθομαι, θρονιάζομαι, καλοκάθομαι, καλοστρώνομαι, στρογγυλοκάθομαι•засидеться в гостях παρακάθομαι μουσαφίρης.
|| μτφ. μένω επί πολύ σ’ ένα μέρος.εκφρ.засидеться в девках ή в девицах, в невестах – μένω πολύν καιρό ανύπαντρη, αργώ να παντρευτώ. -
8 панна
-ы θ.1. ανύπαντρη κόρη τσιφλικά.2. δεσποινίδα.
См. также в других словарях:
άγαμος — η, ο (Α ἄγαμος, ον) [γάμος] ανύπαντρος αρχ. 1. (κυρίως για άντρες) αυτός που δεν έχει γυναίκα, ανύπαντρος ή χήρος (για την ανύπαντρη γυναίκα λέγεται το «ἄνανδρος») 2. φρ. «γάμος ἄγαμος», ολέθριος, μοιραίος γάμος … Dictionary of Greek
άδμητος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Φερών στη Θεσσαλία, γιος του Φέρητα και εγγονός του Κρηθέα και της Τυρώς. Μητέρα του Α. ήταν η Κλυμένη, κόρη του Μινύα. Ο Πελίας, βασιλιάς της Ιωλκού και θείος του Α., είχε υποσχεθεί πως θα έδινε την ωραία κόρη… … Dictionary of Greek
αδάματος — ἀδάματος, ον (Α) [δαμῶ] 1. ακατανίκητος, ακατάβλητος 2. (για γυναίκες) ανύπαντρη 3. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε, δεν εξημερώθηκε … Dictionary of Greek
αδμής — ἀδμής ( ῆτος), ο, η (Α) 1. (για κοπέλες) ανύπαντρη («παρθένος ἀδμής») 2. (για ζώα) αδάμαστος, ατιθάσευτος («ἡμίονοι ἀδμῆτες») 3. ακατάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δάμνημι] … Dictionary of Greek
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek
ανάσυρμα — το (Α ἀνάσυρμα) νεοελλ. 1. ανάσερμα, επιθανάτιος ρόγχος 2. αθόρυβη διέλευση, διολίσθηση αρχ. αυτό που βγήκε από ανύπαντρη μητέρα, κλεψίγαμο … Dictionary of Greek
ανέγγυος — ἀνέγγυος, ον (Α) 1. ο μη εξασφαλισμένος με εγγύηση, ανεγγύητος, αβέβαιος 2. αφερέγγυος 3. (για παιδί) μη νόμιμο, νόθο 4. (για γυναίκα) μη μνηστευμένη, ανύπαντρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εγγύη «εγγύηση»] … Dictionary of Greek
ανήροτος — ἀνήροτος, ον (Α) [αρώ] 1. ο μη οργωμένος, ακαλλιέργητος 2. (για γυναίκα) ανύπαντρη … Dictionary of Greek
αχαμνός — ή, ό (Μ ἀχαμνός, ή, όν) 1. πλαδαρός, μαλακός 2. χαλαρός 3. ασθενικός, αδύνατος 4. αδύνατος, ισχνός 5. άρρωστος 6. βλαβερός 7. (για λόγια) ασθενικός, σιγανός νεοελλ. Ι. φρ. «το αχαμνό μέρος» γυναίκα ή ανύπαντρη κόρη που χρειάζεται προστασία II. το … Dictionary of Greek
γάλοως — και γάλως, η (Α) αδελφή τού συζύγου, κουνιάδα ή σύζυγος τού αδελφού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ουσ. δηλωτικό συγγένειας, χαρακτηριστικό παράδειγμα διάκρισης μεταξύ τών συγγενών τού συζύγου και τής συζύγου, σύμφωνα με το ινδοευρ. σύστημα, κατά … Dictionary of Greek
γεροντοκόρη — η ανύπαντρη κοπέλα προχωρημένης ηλικίας … Dictionary of Greek